tut mir leid
 

{η} συγγνώμη Subst.
(1449)
μιαίνω Verb
(0)
λυπάμαι 
(0)
DeutschGriechisch
Herr Präsident, es tut mir leid, dass meine Ausführungen eine halbe Stunde Redezeit in Anspruch genommen haben, aber ich bin der Auffassung, dass das Parlament ein Recht auf eine umfassende Antwort zu den zahlreichen eingebrachten Änderungsanträgen hat.Κύριε Πρόεδρε, ζητώ συγγνώμη που μίλησα επί περισσότερο από μισή ώρα, αλλά θεωρώ πως το Κοινοβούλιο δικαιούται μία ολοκληρωμένη απάντηση για τις πολλές τροπολογίες που κατατέθηκαν.

Übersetzung bestätigt

Es tut mir leid, dass ich so ausführlich geworden bin, aber es ist ein überaus wichtiges Thema, auf das ich ausführlich eingehen wollte.Ζητώ συγγνώμη που μίλησα τόσο πολύ, όμως αυτό το θέμα είναι πολύ σημαντικό και ήθελα να το πραγματευθώ εμπεριστατωμένα.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte noch einmal betonen und damit komme ich zum Schluss, Herr Präsident, und es tut mir leid, wenn ich mir einige zusätzliche Minuten genommen habe, aber ich halte dieses Thema für wichtig genug, um die von den Regeln vorgegebenen Zeiten zu überziehen -, dass wir den Bericht von Frau Gurmai begrüßen.Επιτροπή, επαναλαμβάνω ολοκληρώνω, κύριε Πρόεδρε, και ζητώ συγγνώμη αν ξεπέρασα τον χρόνο μου κατά μερικά λεπτά, αλλά θεωρώ ότι το παρόν αποτελεί αρκετά σημαντικό ζήτημα ώστε να πρέπει να υπερβούμε τα χρονικά περιθώρια που ορίζουν οι κανονισμοί.

Übersetzung bestätigt

Es tut mir leid.Ζητώ συγγνώμη.

Übersetzung bestätigt

Frau Präsidentin! Es tut mir leid, dass wir Sie mit unseren Erklärungen zu den Abstimmungen vom Mittagessen abhalten.Κυρία Πρόεδρε, σας ζητώ συγγνώμη που σας κρατάμε από το γεύμα σας με τις αιτιολογήσεις ψήφου μας.

Übersetzung bestätigt


Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.





ΛΥΠΑΜΑΙ
I am sorry
AktivPassive
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λυπώλυπούμελυπάμαι, λυπούμαιλυπόμαστε, λυπούμαστε
λυπείςλυπείτελυπάσαιλυπάστε, λυπόσαστε
λυπείλυπούν(ε)λυπάταιλυπούνται, λυπόνται
Imper
fekt
λυπούσαλυπούσαμελυπόμουν(ε)λυπόμαστε, λυπούμαστε, λυπόμασταν
λυπούσεςλυπούσατελυπόσουν(α)λυπόσαστε, λυπόσασταν
λυπούσελυπούσαν(ε)λυπόταν(ε)λυπόνταν(ε), λυπούνταν, λυπόντουσαν
Aoristλύπησαλυπήσαμελυπήθηκαλυπηθήκαμε
λύπησεςλυπήσατελυπήθηκεςλυπηθήκατε
λύπησελύπησαν, λυπήσαν(ε)λυπήθηκελυπήθηκαν, λυπηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω λυπήσει
έχω λυπημένο
έχουμε λυπήσει
έχουμε λυπημένο
έχω λυπηθεί
είμαι λυπημένος, -η
έχουμε λυπηθεί
είμαστε λυπημένοι, -ες
έχεις λυπήσει
έχεις λυπημένο
έχετε λυπήσει
έχετε λυπημένο
έχεις λυπηθεί
είσαι λυπημένος, -η
έχετε λυπηθεί
είστε λυπημένοι, -ες
έχει λυπήσει
έχει λυπημένο
έχουν λυπήσει
έχουν λυπημένο
έχει λυπηθεί
είναι λυπημένος, -η, -ο
έχουν λυπηθεί
είναι λυπημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα λυπήσει
είχα λυπημένο
είχαμε λυπήσει
είχαμε λυπημένο
είχα λυπηθεί
ήμουν λυπημένος, -η
είχαμε λυπηθεί
ήμαστε λυπημένοι, -ες
είχες λυπήσει
είχες λυπημένο
είχατε λυπήσει
είχατε λυπημένο
είχες λυπηθεί
ήσουν λυπημένος, -η
είχατε λυπηθεί
ήσαστε λυπημένοι, -ες
είχε λυπήσει
είχε λυπημένο
είχαν λυπήσει
είχαν λυπημένο
είχε λυπηθεί
ήταν λυπημένος, -η, -ο
είχαν λυπηθεί
ήταν λυπημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λυπώθα λυπούμεθα λυπάμαι, θα λυπούμαιθα λυπόμαστε, θα λυπούμαστε
θα λυπείςθα λυπείτεθα λυπάσαιθα λυπάστε, θα λυπόσαστε
θα λυπείθα λυπούν(ε)θα λυπάταιθα λυπούνται, θα λυπόνται
Fut
ur
θα λυπήσωθα λυπήσουμεθα λυπηθώθα λυπηθούμε
θα λυπήσειςθα λυπήσετεθα λυπηθείςθα λυπηθείτε
θα λυπήσειθα λυπήσουν(ε)θα λυπηθείθα λυπηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λυπήσει
θα έχω λυπημένο
θα έχουμε λυπήσει
θα έχουμε λυπημένο
θα έχω λυπηθεί
θα είμαι λυπημένος, -η
θα έχουμε λυπηθεί
θα είμαστε λυπημένοι, -ες
θα έχεις λυπήσει
θα έχεις λυπημένο
θα έχετε λυπήσει
θα έχετε λυπημένο
θα έχεις λυπηθεί
θα είσαι λυπημένος, -η
θα έχετε λυπηθεί
θα είστε λυπημένοι, -η
θα έχει λυπήσει
θα έχει λυπημένο
θα έχουν λυπήσει
θα έχουν λυπημένο
θα έχει λυπηθεί
θα είναι λυπημένος, -η, -ο
θα έχουν λυπηθεί
θα είναι λυπημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λυπώνα λυπούμενα λυπάμαι, να λυπούμαινα λυπόμαστε, να λυπούμαστε
να λυπείςνα λυπείτενα λυπάσαινα λυπάστε, να λυπόσαστε
να λυπείνα λυπούν(ε)να λυπάταινα λυπούνται, να λυπόνται
Aoristνα λυπήσωνα λυπήσουμε, να λυπήσομενα λυπηθώνα λυπηθούμε
να λυπήσειςνα λυπήσετενα λυπηθείςνα λυπηθείτε
να λυπήσεινα λυπήσουν(ε)να λυπηθείνα λυπηθούν(ε)
Perfνα έχω λυπήσει
να έχω λυπημένο
να έχουμε λυπήσει
να έχουμε λυπημένο
να έχω λυπηθεί
να είμαι λυπημένος, -η
να έχουμε λυπηθεί
να είμαστε λυπημένοι, -ες
να έχεις λυπήσει
να έχεις λυπημένο
να έχετε λυπήσει
να έχετε λυπημένο
να έχεις λυπηθεί
να είσαι λυπημένος, -η
να έχετε λυπηθεί
να είστε λυπημένοι, -ες
να έχει λυπήσει
να έχει λυπημένο
να έχουν λυπήσει
να έχουν λυπημένο
να έχει λυπηθεί
να είναι λυπημένος, -η, -ο
να έχουν λυπηθεί
να είναι λυπημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presλυπείτελυπάστε
Aoristλύπησελυπήστε, λυπήσετελυπήσουλυπηθείτε
Part
izip
Presλυπώντας
Perfέχοντας λυπήσει, έχοντας λυπημένολυπημένος, -η, -ολυπημένοι, -ες, -α
InfinAoristλυπήσειλυπηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback